καλιακούδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ʎaˈku.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λια‐κού‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλιακούδα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Καλιακούδα (τοπωνύμιο)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλιακούδα
→ δείτε τη λέξη κάργια |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καλιακούδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)