καμηλόδερμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμηλόδερμα < καμήλ(α) + -ο- + δέρμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμηλόδερμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμηλόδερμα
|