καμπαρετζού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ba.ɾeˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπα‐ρε‐τζού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμπαρετζού θηλυκό
- γυναίκα που δουλεύει σε καμπαρέ κρατώντας συντροφιά σε άντρες και πίνοντας μαζί τους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμπαρετζού
|
Πηγές[επεξεργασία]
- καμπαρετζού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καμπαρετζού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)