κανονιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανονιστής αρσενικό
- αυτός που κανονίζει κάτι, που συντονίζει
- έκθεση κανονιστών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανονιστής
|