καραμέλλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καραμέλλα < (ορθογραφικό δάνειο) ιταλική caramella χωρίς απλοποίηση γραφής. Δείτε καραμέλα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈme.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐μέλ‐λα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καραμέλλα θηλυκό
- μη απλοποιημένη γραφή του καραμέλα
- ※ Μας έφερνε και κάτι καραμέλλες Αστακού, αυτές που ήταν γεμιστές με σοκολάτα ή πραλίνα μέσα, απέξω με άσπρη σκληρή καραμέλλα (Γιώργος Ρούβαλης (2005)Στ' Ανάπλι [σελίδα 120
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)