καρκινοειδές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρκινοειδές τα καρκινοειδή
      γενική του καρκινοειδούς των καρκινοειδών
    αιτιατική το καρκινοειδές τα καρκινοειδή
     κλητική καρκινοειδές καρκινοειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρκινοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καρκινοειδής < αρχαία ελληνική καρκινοειδής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρκινοειδές ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]