καρκινοφιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρκινοφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική carcinophilia < αρχαία ελληνική καρκίνος + φιλία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρκινοφιλία θηλυκό
- (ιατρική) η ιδιότητα κάποιων ιστών ή οργάνων να αναπτύσσουν, με μεγαλύτερη ευκολία από άλλα, καρκίνο, καρκινώματα ή καρκινικές μεταστάσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρκινοφιλία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)