κατά μέτωπο επίθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κατά μέτωπο επίθεση θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) έκφραση που χρησιμοποιείται για την τακτική της άμεσης επίθεσης στο μέτωπο της παράταξης του εχθρού σε στρατιωτικές μάχες (σε αντιδιαστολή προς την πλαγιοκόπηση ή άλλες τακτικές π.χ. φθοράς του εχθρού)
- (μεταφορικά) η έκφραση χρησιμοποιείται για κάθε είδους αντιπαράθεση, σε αντιδιαστολή προς την επιδίωξη της νίκης με έμμεσο, πλάγιο τρόπο ή ήπια τακτική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατά μέτωπο επίθεση