καταμήνυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταμήνυση | οι | καταμηνύσεις |
γενική | της | καταμήνυσης* | των | καταμηνύσεων |
αιτιατική | την | καταμήνυση | τις | καταμηνύσεις |
κλητική | καταμήνυση | καταμηνύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταμηνύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταμήνυση < ελληνιστική κοινή καταμήνυσις < αρχαία ελληνική καταμηνύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταμήνυση θηλυκό
- (νομικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταμηνύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)