κατασχέτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατασχέτις οι κατασχέτιδες
      γενική της κατασχέτιδος
(κατασχέτιδας)
των κατασχετίδων
(κατασχέτιδων)
    αιτιατική την κατασχέτιδα τις κατασχέτιδες
     κλητική κατασχέτι (κατασχέτις) κατασχέτιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατασχέτις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κατασχέτις < αρσενικό κατασχέτ(ης) + -ις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατασχέτις θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]