κατατοπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατατοπίζω < κατά + τόπος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική localiser)
Η λέξη μαρτυρείται από το 1871

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.toˈpi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κατατοπίζω (παθητική φωνή: κατατοπίζομαι)

  1. δείχνω σε κάποιον με λεπτομέρειες την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει προς κάποια τοποθεσία
     συνώνυμα: καθοδηγώ, προσανατολίζω
  2. (μεταφορικά) δίνω με λεπτομέρειες πληροφορίες για ένα θέμα, πρόβλημα κ.λπ.
     συνώνυμα: διαφωτίζω, ενημερώνω, πληροφορώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]