κηφισιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.fiˈsço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐φι‐σιώ‐τισ‐σα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κηφισιώτισσα θηλυκό
- (επιθετική λειτουργία) η Κηφισιώτισσα
- ζούσαν στο παλιό εκείνο αρχοντικό τρεις ηλικιωμένες κηφιστιώτισσες αδελφές, κόρες πλούσιου εμπόρου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κηφισιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Κηφισός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κηφισιώτης
κηφισιώτισσα
|