κιουρτσής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιουρτσής οι κιουρτσήδες
      γενική του κιουρτσή των κιουρτσήδων
    αιτιατική τον κιουρτσή τους κιουρτσήδες
     κλητική κιουρτσή κιουρτσήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιουρτσής < (άμεσο δάνειο) τουρκική kürkçü

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιουρτσής αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]