κιρμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κιρμάς | οι | κιρμάδες |
γενική | του | κιρμά | των | κιρμάδων |
αιτιατική | τον | κιρμά | τους | κιρμάδες |
κλητική | κιρμά | κιρμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιρμάς αρσενικό ή καρμάς
- πίτουρα από εγχώριο σιτάρι ανάμικτα με καλαμπόκι ως εκλεκτή τροφή των προβάτων