κλαμούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλαμούρα | οι | κλαμούρες |
γενική | της | κλαμούρας | — | |
αιτιατική | την | κλαμούρα | τις | κλαμούρες |
κλητική | κλαμούρα | κλαμούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλαμούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλαμούρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) μακρύ και λεπτό κλωνάρι (που χρησιμοποιείται και ως βέργα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλαμούρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)