κλαρινετίστας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλαρινετίστας οι κλαρινετίστες
      γενική του κλαρινετίστα των κλαρινετιστών
    αιτιατική τον κλαρινετίστα τους κλαρινετίστες
     κλητική κλαρινετίστα κλαρινετίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαρινετίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική clarinettista (ο/η εκτελεστής κλαρινέτου) +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλαρινετίστας αρσενικό (θηλυκό κλαρινετίστα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]