κλεφτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλεφτά < κλεφτός + -ά < μεσαιωνική ελληνική κλεφτός < αρχαία ελληνική κλέπτω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kleˈfta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλε‐φτά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κλεφτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλέβω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλεφτά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κλεφτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κλεφτός
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)