κοινωνιοβιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνιοβιολογία < κοινωνί(α) + -ο- + βιολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινωνιοβιολογία θηλυκό
- η μελέτη των βιολογικών παραγόντων που επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινωνιοβιολογία