κοντέσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοντέσα οι κοντέσες
      γενική της κοντέσας
    αιτιατική την κοντέσα τις κοντέσες
     κλητική κοντέσα κοντέσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοντέσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοντέσα, γραφή του κοντέσσα με κατάληξη -έσα < ιταλική contessa[1] < μεσαιωνική λατινική comitissa < λατινική comes +‎ -issa < cum + eo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοντέσα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοντέσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική contessa με απλοποίηση γραφής (και προφοράς? (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)) -έσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοντέσα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]