κοπελάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπελάρα οι κοπελάρες
      γενική της κοπελάρας
    αιτιατική την κοπελάρα τις κοπελάρες
     κλητική κοπελάρα κοπελάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπελάρα < κοπέλι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοπελάρα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]