κορόδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορόδιο τα κορόδια
      γενική του κορόδιου των κορόδιων
    αιτιατική το κορόδιο τα κορόδια
     κλητική κορόδιο κορόδια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορόδιο < κορόιδο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορόδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]