κοσκινού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσκινού θηλυκό
Παροιμίες[επεξεργασία]
- κι η κοσκινού τον άνδρα της με τους πραματευτάδες: για κάποιον που θέλει να θεωρεί τον εαυτό του ίσο με άλλους που θεωρούνται ανώτεροι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοσκινού
|