κουλουρατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουλουρατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) γενικά ο πλανόδιος πωλητής κουλουριών (τύπου Θεσσαλονίκης)
- ειδικότερα ο πρόχειρα εγκατεστημένος σε πεζοδρόμιο πωλητής κουλουριών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- * κουλουρτζής
- * κουλουριτζής
- * κουλούριας (με χρήση περισσότερο σκωπτική)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουλουρατζής
|