κούρβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούρβα οι κούρβες
      γενική της κούρβας
    αιτιατική την κούρβα τις κούρβες
     κλητική κούρβα κούρβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούρβα < μεσαιωνική ελληνική κούρβα < σλαβικής προέλευσης курва < πρωτοσλαβική *kury < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kowr- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούρβα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]