κρεαταγορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρεαταγορά θηλυκό
- κεντρική αγορά κρεάτων και αλλαντικών που προμηθεύει εμπόρους λιανικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρεαταγορά
|