κρεμμυδοφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεμμυδοφαγία οι κρεμμυδοφαγίες
      γενική της κρεμμυδοφαγίας των κρεμμυδοφαγιών
    αιτιατική την κρεμμυδοφαγία τις κρεμμυδοφαγίες
     κλητική κρεμμυδοφαγία κρεμμυδοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεμμυδοφαγία < κρεμμύδ(ι) + -ο- + -φαγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεμμυδοφαγία θηλυκό

  • η κατανάλωση κρεμμυδιού σε μεγάλες ποσότητες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]