κυαμοφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυαμοφαγία οι κυαμοφαγίες
      γενική της κυαμοφαγίας των κυαμοφαγιών
    αιτιατική την κυαμοφαγία τις κυαμοφαγίες
     κλητική κυαμοφαγία κυαμοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυαμοφαγία < κύαμ(ος) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυαμοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]