κυματοσυνάρτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυματοσυνάρτηση οι κυματοσυναρτήσεις
      γενική της κυματοσυνάρτησης των κυματοσυναρτήσεων
    αιτιατική την κυματοσυνάρτηση τις κυματοσυναρτήσεις
     κλητική κυματοσυνάρτηση κυματοσυναρτήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυματοσυνάρτηση < κυματο- + συνάρτηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυματοσυνάρτηση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]