κυπροκούδουνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυπροκούδουνο ουδέτερο
- το κυπρί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυπροκούδουνο
|
κυπροκούδουνο ουδέτερο
|