κωδικολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κωδικολόγιο | τα | κωδικολόγια |
γενική | του | κωδικολόγιου & κωδικολογίου |
των | κωδικολόγιων & κωδικολογίων |
αιτιατική | το | κωδικολόγιο | τα | κωδικολόγια |
κλητική | κωδικολόγιο | κωδικολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωδικολόγιο ουδέτερο
- κατάλογος με κωδικούς
- ※ Οι ελεγκτές-χρήστες του συστήματος θα αντλούν τα πρωτογενή δεδομένα που απέστειλαν οι τράπεζες σε ενιαίο κωδικολόγιο ([1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωδικολόγιο
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγιο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)