κωδωνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωδωνισμός αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του κουδούνισμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωδωνισμός
|