λέπτυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λέπτυνση | οι | λεπτύνσεις |
γενική | της | λέπτυνσης* | των | λεπτύνσεων |
αιτιατική | τη | λέπτυνση | τις | λεπτύνσεις |
κλητική | λέπτυνση | λεπτύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λεπτύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέπτυνση < αρχαία ελληνική λέπτυνσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέπτυνση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λεπταίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λέπτυνση
|