λέπτυνσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λέπτυνσῐς αἱ λεπτύνσεις
      γενική τῆς λεπτύνσεως τῶν λεπτύνσεων
      δοτική τῇ λεπτύνσει ταῖς λεπτύνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λέπτυνσῐν τὰς λεπτύνσεις
     κλητική ! λέπτυνσῐ λεπτύνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεπτύνσει
γεν-δοτ τοῖν  λεπτυνσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λέπτυνσις < λεπτύν(ω) + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λέπτυνσις, -εως θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη λεπτός

Πηγές[επεξεργασία]