λειμώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λειμώνας | οι | λειμώνες |
γενική | του | λειμώνα | των | λειμώνων |
αιτιατική | τον | λειμώνα | τους | λειμώνες |
κλητική | λειμώνα | λειμώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λειμώνας < αρχαία ελληνική λειμών < λείβω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λειμώνας αρσενικό