λεσβοφοβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεσβοφοβία θηλυκό
- ο αρνητισμός, η απέχθεια, οι διακρίσεις ή η αποστροφή προς τις λεσβίες ως άτομα ή κοινωνική ομάδα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεσβοφοβία
|