λεωφορειολωρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεωφορειολωρίδα θηλυκό
- ειδική λωρίδα κυκλοφορίας σε δρόμο, στην οποία επιτρέπεται να κινούνται (σχεδόν αποκλειστικά) λεωφορεία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεωφορειολωρίδα
|