λιμνωνύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιμνωνύμιο | τα | λιμνωνύμια |
γενική | του | λιμνωνύμιου & λιμνωνυμίου |
των | λιμνωνύμιων & λιμνωνυμίων |
αιτιατική | το | λιμνωνύμιο | τα | λιμνωνύμια |
κλητική | λιμνωνύμιο | λιμνωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιμνωνύμιο ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιμνωνύμιο
|