λιώσιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιώσιμο τα λιωσίματα
      γενική του λιωσίματος των λιωσιμάτων
    αιτιατική το λιώσιμο τα λιωσίματα
     κλητική λιώσιμο λιωσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιώσιμο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιώσιμο ουδέτερο

  • το φαινόμενο κατά το οποίο ένα στερεό σώμα γίνεται υγρό (περνά από τη στερεή στην υγρή φάση)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]