λογοκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογοκρατία οι λογοκρατίες
      γενική της λογοκρατίας των λογοκρατιών
    αιτιατική τη λογοκρατία τις λογοκρατίες
     κλητική λογοκρατία λογοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογοκρατία < λόγος + -ο- + -κρατία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λογοκρατία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]