λογοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογοκρατία θηλυκό
- (σπάνιο) ο ορθολογισμός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ορθολογισμός
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ορθολογισμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιλογοκρατία
- αντιλογοκρατικός
- λογοκρατικός
- λογοκρατικώς
- λογοκρατούμαι
- λογοκρατούμενος
- → δείτε τις λέξεις λόγος και κράτος
Πηγές[επεξεργασία]
- λογοκρατία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- αντιλογοκρατικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογοκρατία
|