λογοτέχνιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογοτέχνιδα οι λογοτέχνιδες
      γενική της λογοτέχνιδας των λογοτεχνίδων
λογοτέχνιδων
    αιτιατική τη λογοτέχνιδα τις λογοτέχνιδες
     κλητική λογοτέχνιδα λογοτέχνιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογοτέχνιδα < λογοτέχνης + κατάληξη θηλυκού -ιδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λογοτέχνιδα θηλυκό

(επάγγελμα) η γυναίκα λογοτέχνης[1]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]