λογοτέχνιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογοτέχνιδα < λογοτέχνης + κατάληξη θηλυκού -ιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογοτέχνιδα θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- λογοτέχνισσα (σπάνιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογοτέχνιδα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λογοτέχνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας