λωφάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λωφάω < λόφος
Ρήμα[επεξεργασία]
λωφάω
- παύω, λήγω
- αναπαύομαι, ησυχάζω
- καταπραΰνομαι (για αρρώστια)
- κοπάζω (για άνεμο)
- (μεταβατικό) ανακουφίζω, ελαφρύνω