λύων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
λῡοντ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | λύων | ἡ | λύουσᾰ | τὸ | λῦον | |
γενική | τοῦ | λύοντος | τῆς | λυούσης | τοῦ | λύοντος | |
δοτική | τῷ | λύοντῐ | τῇ | λυούσῃ | τῷ | λύοντῐ | |
αιτιατική | τὸν | λύοντᾰ | τὴν | λύουσᾰν | τὸ | λῦον | |
κλητική ὦ! | λύων | λύουσᾰ | λῦον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | λύοντες | αἱ | λύουσαι | τὰ | λύοντᾰ | |
γενική | τῶν | λυόντων | τῶν | λυουσῶν | τῶν | λυόντων | |
δοτική | τοῖς | λύουσῐ(ν) | ταῖς | λυούσαις | τοῖς | λύουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | λύοντᾰς | τὰς | λυούσᾱς | τὰ | λύοντᾰ | |
κλητική ὦ! | λύοντες | λύουσαι | λύοντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λύοντε | τὼ | λυούσᾱ | τὼ | λύοντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | λυόντοιν | τοῖν | λυούσαιν | τοῖν | λυόντοιν | |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λύων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή[επεξεργασία]
λύων αρσενικό, λύουσα θηλυκό, λῦον ουδέτερο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος λύω
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λύων' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λύων' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)