μάκινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάκινα | οι | μάκινες |
γενική | της | μάκινας | των | μακινών |
αιτιατική | τη | μάκινα | τις | μάκινες |
κλητική | μάκινα | μάκινες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάκινα < ιταλική macchina / macina < αρχαία ελληνική μαχανά (μηχανή στη δωρική διάλεκτο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάκινα θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μάκινα
|