μαμμωνάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαμμωνάς : (ελληνιστική κοινή) μαμωνᾶς < αραμαϊκή ממון (;) (mamona), πλούτη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαμμωνάς αρσενικό
- λέξη απαντάται στην Καινή Διαθήκη και είναι συνώνυμο του πλούτου και των υλικών αγαθών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαμμωνάς