μανγκρόβιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανγκρόβιο < αγγλικά, περίπου το 1610: mangrove (παλιότερα: mangrow) < πορτογαλλικά: mangue + αγγλικά: grove < ισπανικά: mangle < Taíno: ? (ή άλλη Arawakan γλώσσα, ή από καραϊβική γλώσσα - έχει προταθεί ως λιγότερο πιθανή η μαλάι προέλευση)

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανγκρόβιο τα μανγκρόβια
      γενική του μανγκρόβιου
μανγκροβίου
των μανγκρόβιων
μανγκροβίων
    αιτιατική το μανγκρόβιο τα μανγκρόβια
     κλητική μανγκρόβιο μανγκρόβια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

μανγκρόβιο (el) ουδέτερο (μανγκρόβια πληθυντικός)
mangrove:

  • δέντρο ή θάμνος που αναπτύσσεται σε παλιρροϊκούς, κυρίως τροπικούς, παράκτιους βάλτους, έχοντας πολυάριθμες περιπλεγμένες ρίζες που μεγαλώνουν υπεργείως και σχηματίζουν πυκνές συστάδες
    • παλιρροϊκός βάλτος στον οποίο επικρατεί μανγκρόβια βλάστηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μανγκρόβιο (el) ουδέτερο (μανγκρόβια πληθυντικός)
mangrove:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]