μανικιουρίστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανικιουρίστα οι μανικιουρίστες
      γενική της μανικιουρίστας
    αιτιατική τη μανικιουρίστα τις μανικιουρίστες
     κλητική μανικιουρίστα μανικιουρίστες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανικιουρίστα < θηλυκό του μανικιουρίστα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανικιουρίστα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μανικιουρίστα

  1. το αρσενικό γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του μανικιουρίστας
  2. το θηλυκό ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του μανικιουρίστα