μανικιουρίστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανικιουρίστα | οι | μανικιουρίστες |
γενική | της | μανικιουρίστας | — | |
αιτιατική | τη | μανικιουρίστα | τις | μανικιουρίστες |
κλητική | μανικιουρίστα | μανικιουρίστες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανικιουρίστα < θηλυκό του μανικιουρίστα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανικιουρίστα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα που κάνει μανικιούρ στα χέρια άλλων, στων πελατών και πελαττισών της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μανικιουρίστα
- το αρσενικό γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του μανικιουρίστας
- το θηλυκό ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του μανικιουρίστα
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)