μαξιμαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαξιμαλιστής < μαξιμαλισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαξιμαλιστής αρσενικό μαξιμαλίστρια θηλυκό
- ο οπαδός της θεωρίας του μαξιμαλισμού, εκείνος που πιστεύει ότι πρέπει να επιζητείται το μέγιστο δυνατό (στην παραγωγή, στην ανάπτυξη, στις κοινωνικές διαπραγματεύσεις κ.α.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- (σε κάποιες έννοιες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαξιμαλιστής