μαρκετίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρκετίστας < μάρκετ(ινγκ) + -ίστας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρκετίστας αρσενικό (θηλυκό μαρκετίστρια)
- (επάγγελμα) εργαζόμενος στον τομέα του μάρκετινγκ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρκετίστας
|