μαρμαρόκολλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμαρόκολλα οι μαρμαρόκολλες
      γενική της μαρμαρόκολλας
    αιτιατική τη μαρμαρόκολλα τις μαρμαρόκολλες
     κλητική μαρμαρόκολλα μαρμαρόκολλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Εσωτερικό τμήμα καλύμματος βιβλίου με μαρμαρόκολλα ως εσώφυλλο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρμαρόκολλα < μαρμαρό- + -κόλλα από την ομοιότητα που έχουν τα σχέδια με το μάρμαρο και τη λέξη κόλλα (το φύλλο χαρτιού)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαρμαρόκολλα θηλυκό

  • είδος χαρτιού που χρησιμοποιείται για εσώφυλλο ή στο κάλυμμα βιβλίου και έχει σχέδια παρόμοια με τα νερά του μάρμαρου ή γενικά χαοτικά σχέδια
    χρειάζεται παράθεμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]