μασητήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μασητήρας οι μασητήρες
      γενική του μασητήρα των μασητήρων
    αιτιατική τον μασητήρα τους μασητήρες
     κλητική μασητήρα μασητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μασητήρας < αρχαία ελληνική μασητήρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μασητήρας αρσενικό

  1. οι δύο μυώνες με τους οποίους καθίσταται δυνατή η μάσηση
  2. μασητήρες μυες (αλλά το μύες παραλειπόταν συχνά ωε ευκόλως εννοούμενο και ο μασητήρας ουσιαστικοποιήθηκε)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]