μασητήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μασητήρας < αρχαία ελληνική μασητήρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μασητήρας αρσενικό
- οι δύο μυώνες με τους οποίους καθίσταται δυνατή η μάσηση
- μασητήρες μυες (αλλά το μύες παραλειπόταν συχνά ωε ευκόλως εννοούμενο και ο μασητήρας ουσιαστικοποιήθηκε)